Паника στα ελληνικά
Μετάφραση: паника, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκφοβίζω, πανικός, πανικοβάλλω, τρομάζω, τρόμος, πανικού, πανικό, τον πανικό, ο πανικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вверять στα ελληνικά - διαπράττω, εμπιστεύομαι, δεσμεύω, εμπιστοσύνη, πίστωση, αναθέτω, κάνω, ...
- волейбол στα ελληνικά - βόλεϊ, πετοσφαίρισης, πετοσφαίριση
- восьмидесятилетний στα ελληνικά - ογδοντάρες, ογδοντάχρονες, octogenarian, ογδοντάχρονου, ογδοντάρης
- дотащить στα ελληνικά - σέρνω, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση
Τυχαίες λέξεις
Паника στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, πανικός, πανικοβάλλω, τρομάζω, τρόμος, πανικού, πανικό, τον πανικό, ο πανικός
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, πανικός, πανικοβάλλω, τρομάζω, τρόμος, πανικού, πανικό, τον πανικό, ο πανικός