Парник στα ελληνικά
Μετάφραση: парник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάκκος, ορυχείο, θερμοκήπιο, θερμοκηπίου, του θερμοκηπίου, θερμοκηπίου που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- веер στα ελληνικά - ανεμιστήρας, βεντάλια, οπαδός, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα
- гистология στα ελληνικά - μικροσκοπικός, λεπτομερής, λεπτό, ιστολογία, ιστολογίας, ιστολογική, ιστολογικές, ...
- диссонирующий στα ελληνικά - παράφωνος, παράφωνες, ασύμφωνος, διάφωνα, παράφωνο
- додуматься στα ελληνικά - φθάνω, φτάνω, υποθέτω, εικασία, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Τυχαίες λέξεις
Парник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάκκος, ορυχείο, θερμοκήπιο, θερμοκηπίου, του θερμοκηπίου, θερμοκηπίου που
Μεταφράσεις: λάκκος, ορυχείο, θερμοκήπιο, θερμοκηπίου, του θερμοκηπίου, θερμοκηπίου που