Пасквильный στα ελληνικά
Μετάφραση: пасквильный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσφημιστικός, δυσφημητικός, συκοφαντικό, δυσφημιστικό, συκοφαντικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бояться στα ελληνικά - φοβάμαι, φόβος, φόβο, φόβου, το φόβο, ο φόβος
- глотание στα ελληνικά - χελιδόνι, καταπίνω, καταπιούν, καταπιεί, καταπιείτε
- дико στα ελληνικά - άγρια, εξωφρενικά
- ежеминутный στα ελληνικά - συνεχής, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, τη συνεχή
Τυχαίες λέξεις
Пасквильный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσφημιστικός, δυσφημητικός, συκοφαντικό, δυσφημιστικό, συκοφαντικού
Μεταφράσεις: δυσφημιστικός, δυσφημητικός, συκοφαντικό, δυσφημιστικό, συκοφαντικού