Пеленг στα ελληνικά

Μετάφραση: пеленг, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρανο, σχέση, στάση, ρουλεμάν, φέρει, εδράνου, που φέρει
Пеленг στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вылощенный στα ελληνικά - γυαλιστερός, στιλπνός, γυαλιστερό, γυαλιστερή, γυαλιστερά, στιλπνή, στιλπνό
  • глазировать στα ελληνικά - καραμέλα, γιαλίζω, γκλασάρω, στιλβώνω, λούστρο, γάνωμα
  • дряхлость στα ελληνικά - έσχατο γήρας, εξασθένησή, την εξασθένησή, εξασθένηση, εξασθένησης
  • жевание στα ελληνικά - μάσημα, μάσηση, μάσησης, μασητικού, μασήσεως
Τυχαίες λέξεις
Пеленг στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρανο, σχέση, στάση, ρουλεμάν, φέρει, εδράνου, που φέρει