Пеленка στα ελληνικά
Μετάφραση: пеленка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πετσετάκι, πάνα, πετσέτα, χαρτοπετσέτα, σπάργανο, πάνας, σπαργάνου, της πάνας
Μεταφράσεις
- безукоризненно στα ελληνικά - άψογα, άψογο, άψογα τις
- вельзевул στα ελληνικά - Βελζεβούλ, Βεελζεβούλ, ο Βεελζεβούλ, τον Βεελζεβούλ, του Βεελζεβούλ
- ворчать στα ελληνικά - τζαναμπέτης, μαλώνω, γκρινιάρης, αποπαίρνω, γκρινιάζω, μεμψιμοιρώ, κοάζω, ...
- заблудший στα ελληνικά - σφάλλων, υποπέσει, να υποπέσει, πλανεμένες, σφάλλουμε
Τυχαίες λέξεις
Пеленка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πετσετάκι, πάνα, πετσέτα, χαρτοπετσέτα, σπάργανο, πάνας, σπαργάνου, της πάνας
Μεταφράσεις: πετσετάκι, πάνα, πετσέτα, χαρτοπετσέτα, σπάργανο, πάνας, σπαργάνου, της πάνας