Пенек στα ελληνικά
Μετάφραση: пенек, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κούτσουρο, κολόβωμα, κολοβώματος, πρέμνου, κορμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арктический στα ελληνικά - αρκτικός, αρκτικές, αρκτική, αρκτικό, αρκτικής
- боксит στα ελληνικά - βωξίτης, βωξίτη, του βωξίτη, ο βωξίτης
- вегетарианский στα ελληνικά - χορτοφάγος, Χορτοφαγική, χορτοφάγους, για χορτοφάγους, χορτοφαγικά
- ветролом στα ελληνικά - ανεμοφράκτης, ανεμοθώρακα, ανεμοθώρακας, ανεμοφράχτη, ανεμοπροστασίας
Τυχαίες λέξεις
Пенек στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κούτσουρο, κολόβωμα, κολοβώματος, πρέμνου, κορμό
Μεταφράσεις: κούτσουρο, κολόβωμα, κολοβώματος, πρέμνου, κορμό