Первенствующий στα ελληνικά

Μετάφραση: первенствующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύριος, ηγετικός, ταγματάρχης, πρωτεύουσα, καρδινάλιος, στρατηγός, γενικός, κυριότερος, σημαντικός, πρώτος, πρωταρχικός, διαπρεπής, εξέχουσα, διαπρεπή, εξέχουσας, εξέχοντα
Первенствующий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • артистка στα ελληνικά - καλλιτέχνης, ηθοποιός, ηθοποιό, ηθοποιού, την ηθοποιό, η ηθοποιός
  • висюлька στα ελληνικά - αναπηδώ, κρεμαστό κόσμημα, κρεμαστό, μενταγιόν, κόσμημα, κολιέ κρεμαστό
  • вьюрок στα ελληνικά - μηχανάκι, καρούλι, μπομπίνα, Reel, κύλινδρο, τροχούς
  • длинноголовый στα ελληνικά - οξύνους, λυγερός
Τυχαίες λέξεις
Первенствующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύριος, ηγετικός, ταγματάρχης, πρωτεύουσα, καρδινάλιος, στρατηγός, γενικός, κυριότερος, σημαντικός, πρώτος, πρωταρχικός, διαπρεπής, εξέχουσα, διαπρεπή, εξέχουσας, εξέχοντα