Переиначивать στα ελληνικά

Μετάφραση: переиначивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετατρέπω, αλλάζω, στρεβλώνω, τροποποιώ, παραλλάζω, παραποιώ, μεταβάλλει, μεταβάλλουν, τροποποιήσει, μεταβάλει, να αλλάξει
Переиначивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абстрактно στα ελληνικά - αφηρημένα, αφηρημένο, κατά τρόπο αφηρημένο, αφηρημένως, σε αφηρημένο
  • властелин στα ελληνικά - ρήγας, κύριος, μετρ, βασιλιάς, αυτεξούσιος, αφέντης, χάρακας, ...
  • декаметр στα ελληνικά - δεκάμετρο
  • допускать στα ελληνικά - αποδέχομαι, επιτρέπω, υποθέτω, παραχωρώ, ανέχομαι, παραδέχομαι, χορηγώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Переиначивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετατρέπω, αλλάζω, στρεβλώνω, τροποποιώ, παραλλάζω, παραποιώ, μεταβάλλει, μεταβάλλουν, τροποποιήσει, μεταβάλει, να αλλάξει