Перекрыть στα ελληνικά
Μετάφραση: перекрыть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλυσίδα, καδένα, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- братия στα ελληνικά - αδελφοί, αδελφούς, αδελφών, τους αδελφούς, οι αδελφοί
- бутылочка στα ελληνικά - φιαλίδιο, φιαλιδίου, φιάλη, φιαλίδιο που, φιαλίδιο των
- вколотить στα ελληνικά - σφυροκοπώ, σφυρί, σφυρί στο, σφυρί στα, σφυροδράπανο στην
- гедонист στα ελληνικά - ηδονιστής, ηδονιστή, πανηδονιστής
Τυχαίες λέξεις
Перекрыть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλυσίδα, καδένα, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Μεταφράσεις: αλυσίδα, καδένα, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες