Перервать στα ελληνικά
Μετάφραση: перервать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάζω, διακόπτω, διάλειμμα, διάλλειμα, καταστρέφω, αντεπίθεση, perervat
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- библиография στα ελληνικά - βιβλιογραφία, βιβλιογραφίας, βιβλιογραφία που, Πηγές Βιβλιογραφία, βιβλιογραφική
- десяток στα ελληνικά - δέκα, φροντίζω, δεκαετία, από δέκα, δεκάδα
- диафрагма στα ελληνικά - οπή, διάφραγμα, διαφράγματος, του διαφράγματος, το διάφραγμα, μεμβράνη
- желторотый στα ελληνικά - πράσινος, άπειρος, άπειρους, άπειροι, άπειρο, πείρα
Τυχαίες λέξεις
Перервать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάζω, διακόπτω, διάλειμμα, διάλλειμα, καταστρέφω, αντεπίθεση, perervat
Μεταφράσεις: σπάζω, διακόπτω, διάλειμμα, διάλλειμα, καταστρέφω, αντεπίθεση, perervat