Персона στα ελληνικά

Μετάφραση: персона, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψυχή, πρόσωπο, ψηλός, θανάσιμος, θνητός, ανθρώπινος, κάποιος, ατομικός, προσωπικότητα, άνθρωπος, άτομο, Persona, το Persona, περσόνα
Персона στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блудить στα ελληνικά - τριγυρίζω, περιφέρομαι, μαυλίζω, περιπλανιέμαι, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, πορνεύω, ...
  • вирус στα ελληνικά - ιός, ζουζούνι, μαμούδι, ιού, ιό, του ιού, ιού της
  • вытеснение στα ελληνικά - μετατόπιση, αποκλεισμός, εκτόπισμα, μετατόπισης, μετατοπίσεως, εκτοπίσματος
  • горкнуть στα ελληνικά - στρίβω, χαλώ, κακομαθαίνω, στροφή, παραχαϊδεύω, σειρά, gorknut
Τυχαίες λέξεις
Персона στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψυχή, πρόσωπο, ψηλός, θανάσιμος, θνητός, ανθρώπινος, κάποιος, ατομικός, προσωπικότητα, άνθρωπος, άτομο, Persona, το Persona, περσόνα