Пестреть στα ελληνικά
Μετάφραση: пестреть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνομαι, είμαι, διαφαίνομαι, βρίσκομαι, λάμπω, φεγγίζω, αστράφτω, μεγαλώνω, εμφανίζομαι, διανύω, αναλαμπή, μαρμαρυγή, λαμποκοπώ, φαίνομαι, παρδαλός, διαστίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аргументирует στα ελληνικά - υποστηρίζει, ισχυρίζεται, προβάλλει, διατείνεται, θεωρεί
- ввести στα ελληνικά - εργαλείο, όργανο, επιβάλλω, θεσπίζω, εισάγω, συστήνω, υλοποιώ, ...
- внеклассный στα ελληνικά - εξωσχολικές, εξωσχολικών, εξωσχολική, τις εξωσχολικές, των εξωσχολικών
- гной στα ελληνικά - σαπίζω, ύλη, βρομιά, υπόθεση, συγκέντρωση, πύο, βόρβορος, ...
Τυχαίες λέξεις
Пестреть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, είμαι, διαφαίνομαι, βρίσκομαι, λάμπω, φεγγίζω, αστράφτω, μεγαλώνω, εμφανίζομαι, διανύω, αναλαμπή, μαρμαρυγή, λαμποκοπώ, φαίνομαι, παρδαλός, διαστίζω
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, είμαι, διαφαίνομαι, βρίσκομαι, λάμπω, φεγγίζω, αστράφτω, μεγαλώνω, εμφανίζομαι, διανύω, αναλαμπή, μαρμαρυγή, λαμποκοπώ, φαίνομαι, παρδαλός, διαστίζω