Петь στα ελληνικά
Μετάφραση: петь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καβουρντίζω, ψήνω, τραγουδώ, ψέλνω, καβουρδίζω, πίπα, αυλός, σωλήνας, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вереск στα ελληνικά - στριγκλίζω, βρύο, στριγκλιά, ρείκι, ερείκη, Heather, ερείκης, ...
- ворог στα ελληνικά - εχθρός, vorog
- гилберт στα ελληνικά - μονάδα μαγνητοκινητικής δύναμης, Gilbert, Γκίλμπερτ, Ο Gilbert, τον Gilbert
- дифференциальный στα ελληνικά - προοδευτικός, διαφορικός, απόκλιση, διαφορική, διαφορά, διαφορικής
Τυχαίες λέξεις
Петь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καβουρντίζω, ψήνω, τραγουδώ, ψέλνω, καβουρδίζω, πίπα, αυλός, σωλήνας, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
Μεταφράσεις: καβουρντίζω, ψήνω, τραγουδώ, ψέλνω, καβουρδίζω, πίπα, αυλός, σωλήνας, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω