Пистон στα ελληνικά
Μετάφραση: пистон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστόνι, σκούφος, θήκη, τραγιάσκα, βαλβίδα, έμβολο, εμβόλου, του εμβόλου, εμβόλων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- витязь στα ελληνικά - ιππότης, ιππότη, ιπποτών, ιππέα, knight
- вредить στα ελληνικά - πληγώνω, βλάβη, επεμβαίνω, βλάπτω, πονώ, χτυπώ, τραυματίζω, ...
- голубить στα ελληνικά - θωπεύω, χάδι, χάδια, τα χάδια, χαϊδεύει, το χάδι
- деполяризовать στα ελληνικά - αποπολώσει, εκπολώνουν, αποπολώνει, αποπολωθούν, αποπόλωση
Τυχαίες λέξεις
Пистон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστόνι, σκούφος, θήκη, τραγιάσκα, βαλβίδα, έμβολο, εμβόλου, του εμβόλου, εμβόλων
Μεταφράσεις: πιστόνι, σκούφος, θήκη, τραγιάσκα, βαλβίδα, έμβολο, εμβόλου, του εμβόλου, εμβόλων