Плеть στα ελληνικά
Μετάφραση: плеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μήκος, μαστιγώνω, πληγή, μαστίζω, λοιδορώ, νικώ, μαστίγιο, βλεφαρίδων, των βλεφαρίδων, του βλεφάρου, βλεφαρίδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- активировать στα ελληνικά - διεγείρω, προτρέπω, ενεργοποιώ, παρακινώ, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιούν, ενεργοποιήσει, ...
- выслужить στα ελληνικά - προβαίνω, υπηρετώ, προχωρώ, πρόοδος, προκαταβάλλω, και να αποκτήσουν, και να αποκτήσει, ...
- домоводство στα ελληνικά - οικιακής οικονομίας, οικιακή οικονομία, τα οικοκυρικά, οικοκυρικά, την οικιακή οικονομία
- ефрейтор στα ελληνικά - δεκανέας, λόγχη, Λανς, Lance, λόγχης, ο Lance
Τυχαίες λέξεις
Плеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μήκος, μαστιγώνω, πληγή, μαστίζω, λοιδορώ, νικώ, μαστίγιο, βλεφαρίδων, των βλεφαρίδων, του βλεφάρου, βλεφαρίδα
Μεταφράσεις: μήκος, μαστιγώνω, πληγή, μαστίζω, λοιδορώ, νικώ, μαστίγιο, βλεφαρίδων, των βλεφαρίδων, του βλεφάρου, βλεφαρίδα