Пнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: пнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπηχτή, σπρώχνω, σπρώξιμο, χωμένος, κλοτσώ, κύρτωμα, τσιγκλώ, καρούμπαλο, μπήγω, ώθηση, κραδασμός, λάκτισμα, κλωτσιά, χαμένη ευκαιρία, χαμένη ευκαιρία για, χαμένη ευκαιρία για την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барахло στα ελληνικά - σκουπίδια, junk, πρόχειρο, παλιοπραγμάτων, ανεπιθύμητης
- вообразимый στα ελληνικά - μπορεί κανείς να φανταστεί, να φανταστεί κανείς, μπορεί να φανταστεί κανείς, φανταστεί κανείς, φανταστεί
- гипотенуза στα ελληνικά - υποτείνουσα, υποτείνουσας, hypotenuse, την υποτείνουσα, υποτείνουσα να
- досада στα ελληνικά - όχληση, ενόχληση, ταράσσομαι, δυσαρέσκεια, δυσφορία, πικρία, μελαγχολώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Пнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπηχτή, σπρώχνω, σπρώξιμο, χωμένος, κλοτσώ, κύρτωμα, τσιγκλώ, καρούμπαλο, μπήγω, ώθηση, κραδασμός, λάκτισμα, κλωτσιά, χαμένη ευκαιρία, χαμένη ευκαιρία για, χαμένη ευκαιρία για την
Μεταφράσεις: μπηχτή, σπρώχνω, σπρώξιμο, χωμένος, κλοτσώ, κύρτωμα, τσιγκλώ, καρούμπαλο, μπήγω, ώθηση, κραδασμός, λάκτισμα, κλωτσιά, χαμένη ευκαιρία, χαμένη ευκαιρία για, χαμένη ευκαιρία για την