Побаливать στα ελληνικά
Μετάφραση: побаливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόνος, τραυματίζω, λαχταρώ, χτυπώ, πονώ, πληγώνω, πονούν, να πονούν, πονάνε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- артемида στα ελληνικά - Αρτέμη, Άρτεμις, Artemis, Αρτέμιδος, Άρτεμη
- взбудораживать στα ελληνικά - παρενοχλώ, μπελάς, φασαρία, ταλαιπωρία, ενοχλώ, προκαλεί, προκαλώντας, ...
- всероссийский στα ελληνικά - All-Ρωσίας, Πανρωσικό, Πανρωσικού
- давно στα ελληνικά - πριν, μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
Τυχαίες λέξεις
Побаливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόνος, τραυματίζω, λαχταρώ, χτυπώ, πονώ, πληγώνω, πονούν, να πονούν, πονάνε
Μεταφράσεις: πόνος, τραυματίζω, λαχταρώ, χτυπώ, πονώ, πληγώνω, πονούν, να πονούν, πονάνε