Повелевать στα ελληνικά

Μετάφραση: повелевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανόνας, αποφασίζω, ιθύνω, βασιλεύω, προστάζω, προσταγή, διατάζω, εντολή, διευθύνω, καταδυναστεύω
Повелевать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вместить στα ελληνικά - κρατώ, αμπάρι, κάθισμα, καθίζω, φιλοξενήσει, φιλοξενήσουν, φιλοξενούν, ...
  • вогнуть στα ελληνικά - γέρνω, καμπυλώνεται, στροφή, σκύβω, κλίνω, κλίνει, στρεβλώνουν, ...
  • гнильца στα ελληνικά - σηψιγονία, σηψιγονίας, foulbrood
  • грунтование στα ελληνικά - παραγέμισμα, υλικό παραγεμίσματος, padding, γεμίσει, παραγεμίσματος
Τυχαίες λέξεις
Повелевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανόνας, αποφασίζω, ιθύνω, βασιλεύω, προστάζω, προσταγή, διατάζω, εντολή, διευθύνω, καταδυναστεύω