Повод στα ελληνικά

Μετάφραση: повод, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέφτω, προσαράσσω, αιτιολογία, σκοπός, προκαλώ, πάταγος, φάντασμα, βάθρο, παρακίνηση, ευτελής, χρειάζομαι, προξενώ, ανάγκη, νοιάζομαι, επεισόδιο, αιτία, λόγος, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για
Повод στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • академик στα ελληνικά - ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκού, ακαδημαϊκό, τον ακαδημαϊκό, ο Ακαδημαϊκός
  • амбре στα ελληνικά - μυρίζω, ευωδιά, άρωμα, ευωδία, μυρωδιά, οσμή, το άρωμα, ...
  • бойница στα ελληνικά - σχισμή, παραθυράκι, πολεμίστρα, κενό, κενού, το κενό
  • вкоренить στα ελληνικά - να ενσταλάξει, να εμφυσήσει, ώστε να εμβολιαστεί, στην εμφύσηση
Τυχαίες λέξεις
Повод στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέφτω, προσαράσσω, αιτιολογία, σκοπός, προκαλώ, πάταγος, φάντασμα, βάθρο, παρακίνηση, ευτελής, χρειάζομαι, προξενώ, ανάγκη, νοιάζομαι, επεισόδιο, αιτία, λόγος, λόγο, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για