Повысить στα ελληνικά

Μετάφραση: повысить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προωθώ, αύξηση, εντείνω, αυξάνω, αναστηλώνω, σηκώνω, υψώνω, προάγω, ανατρέφω, βελτιώνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Повысить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автохтон στα ελληνικά - ιθαγενής, ντόπιος, αυτοχθονική, autochthon, Αυτόχθονης, Αυτόχθων
  • восторг στα ελληνικά - έκσταση, ενθουσιασμός, σπασμός, εντρυφώ, ευφροσύνη, μεταρσίωση, αιχμαλωσία, ...
  • движущийся στα ελληνικά - μηχανή, κινητός, συγκινητικός, κίνηση, κινούμενος, κινείται, διακινούνται, ...
  • думпкар στα ελληνικά - χωματερή, ένδειξης σφαλμάτων, χωματερής, dump, ένδειξης
Τυχαίες λέξεις
Повысить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προωθώ, αύξηση, εντείνω, αυξάνω, αναστηλώνω, σηκώνω, υψώνω, προάγω, ανατρέφω, βελτιώνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει