Повышать στα ελληνικά
Μετάφραση: повышать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προάγω, ανυψώνω, λέπι, πηδώ, εντείνω, αναστηλώνω, κλιμάκωση, αύξηση, βελτιώνω, σηκώνω, προωθώ, ασανσέρ, κλίμακας, τοποθετώ, ανατρέφω, βάζω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бутыль στα ελληνικά - μπουκάλι, φλάσκα, εμφιαλώνω, παγούρι, φιάλη, φιάλης, φιαλών, ...
- водительство στα ελληνικά - χειραγωγία, καθοδήγηση, ηγεσία, ηγεμονία, οδηγία, οδηγίες, καθοδήγησης, ...
- возрасти στα ελληνικά - μεγαλώνω, αυξάνω, αυξάνομαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, ...
- демобилизовать στα ελληνικά - αποστρατεύω, αποστράτευση, την αποστράτευση, αποστρατεύσουν, αποστρατευθούν
Τυχαίες λέξεις
Повышать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προάγω, ανυψώνω, λέπι, πηδώ, εντείνω, αναστηλώνω, κλιμάκωση, αύξηση, βελτιώνω, σηκώνω, προωθώ, ασανσέρ, κλίμακας, τοποθετώ, ανατρέφω, βάζω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: προάγω, ανυψώνω, λέπι, πηδώ, εντείνω, αναστηλώνω, κλιμάκωση, αύξηση, βελτιώνω, σηκώνω, προωθώ, ασανσέρ, κλίμακας, τοποθετώ, ανατρέφω, βάζω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει