Подавальщик στα ελληνικά

Μετάφραση: подавальщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραπεζοκόμος, σερβιτόρος, σερβιτόρο, σερβιτόρου, ο σερβιτόρος, γκαρσόνι
Подавальщик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безрукий στα ελληνικά - ατζαμής, αδαής, αδέξιος, χωρίς χέρια, armless, άχειρας, χωρίς βραχίονες, ...
  • бриг στα ελληνικά - βρίκιο, φυλακή, brig, μπρίκιο, Μπριγκ
  • вероломство στα ελληνικά - δολοπλοκία, πανουργία, προδοσία, προδοσίας, την προδοσία, της προδοσίας, δολιότητα
  • гарантировать στα ελληνικά - ασφαλίζω, χορηγός, εγγύηση, διαβεβαιώνω, διασφαλίζω, βεβαιώνω, αντίκρισμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Подавальщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραπεζοκόμος, σερβιτόρος, σερβιτόρο, σερβιτόρου, ο σερβιτόρος, γκαρσόνι