Подавленный στα ελληνικά
Μετάφραση: подавленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατήφεια, μπλε, χαμηλός, μελαγχολικός, κατάθλιψη, ύφεση, καταθλιπτική, καταθλιπτικοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благовест στα ελληνικά - δακτυλίδι, μάτι, διόδια, δαχτυλίδι, φόρος, διοδίων, των διοδίων, ...
- временный στα ελληνικά - ξέγνοιαστος, προσωρινός, ανεπίσημος, πρόσκαιρος, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, ...
- дезинтегратор στα ελληνικά - αποσυνθέτων, αποσυνθετή, αποσαθρωτής, αποσαθρωτή, αποσαθρωτού
- дискуссионный στα ελληνικά - αμφισβητήσιμος, αμφιλεγόμενος, επίμαχος, συζητήσιμος, ερειστικός, συζητήσιμο, αμφισβητήσιμη, ...
Τυχαίες λέξεις
Подавленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατήφεια, μπλε, χαμηλός, μελαγχολικός, κατάθλιψη, ύφεση, καταθλιπτική, καταθλιπτικοί
Μεταφράσεις: κατήφεια, μπλε, χαμηλός, μελαγχολικός, κατάθλιψη, ύφεση, καταθλιπτική, καταθλιπτικοί