Подавлять στα ελληνικά

Μετάφραση: подавлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουίσκι, κατανικώ, αποπνιχτικός, σβήνω, καταστέλλω, κοντά, καταβάλλω, πνίγω, παρεμποδίζω, πνιγηρός, αποκρύπτω, συντρίβω, κολλητός, στραγγαλίζω, κατακτώ, σκοτσέζος, καταστολή, καταστέλλουν, καταστείλει, καταστείλουν, καταστέλλει
Подавлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аутоинфекция στα ελληνικά - αυτο-, μη
  • бензовоз στα ελληνικά - βενζίνη, δεξαμενόπλοιο, δεξαμενόπλοιου, δεξαμενόπλοια, πετρελαιοφόρο, πετρελαιοφόρου
  • внебрачный στα ελληνικά - νόθος, παράνομη, παράνομες, παράνομο, παράνομου
  • вражеский στα ελληνικά - δυσμενής, εχθρός, εχθρό, εχθρού, του εχθρού, τον εχθρό
Τυχαίες λέξεις
Подавлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουίσκι, κατανικώ, αποπνιχτικός, σβήνω, καταστέλλω, κοντά, καταβάλλω, πνίγω, παρεμποδίζω, πνιγηρός, αποκρύπτω, συντρίβω, κολλητός, στραγγαλίζω, κατακτώ, σκοτσέζος, καταστολή, καταστέλλουν, καταστείλει, καταστείλουν, καταστέλλει