Καταβάλλω στα ρωσικά

Μετάφραση: καταβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преодолевать, покорять, победить, преодолеть, превозмогать, истощать, расслаблять, побеждать, ослаблять, превозмочь, перебороть, подавлять, пересиливать, осилить, пересилить, одолеть
Καταβάλλω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταβάλλω

καταβάλλω στα αγγλικά, καταβάλλω προσπάθεια, καταβάλλω κλίση, καταβάλλω παρατατικος, καταβάλλω συνώνυμο, καταβάλλω λεξικό γλώσσας ρωσικά, καταβάλλω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κατήφεια στα ρωσικά - тоска, элегичный, мрачный, подавленный, подавленность, элегия, меланхоличный, ...
  • κατήφορος στα ρωσικά - покатость, отвес, скат, откос, спуск, склон, уклон, ...
  • καταβεβλημένος στα ρωσικά - поношенный, осунувшийся, испитой, измученный, изнуренный, истощенный, измотанный, ...
  • καταβρέχω στα ρωσικά - капля, ручеек, капать, рассол, соус, пропойца, пьяница, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταβάλλω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: преодолевать, покорять, победить, преодолеть, превозмогать, истощать, расслаблять, побеждать, ослаблять, превозмочь, перебороть, подавлять, пересиливать, осилить, пересилить, одолеть