Подмешивать στα ελληνικά

Μετάφραση: подмешивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίγμα, αλλοιώνω, ανακατώνω, νοθεύω, ανακατεύω, αναμιγνύω, νοθευμένος, νοθεύεις, νοθεύουν, νόθευση των
Подмешивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • готовиться στα ελληνικά - προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμαστούν, προετοιμάσουν
  • диффузия στα ελληνικά - διάχυση, διάδοση, διάχυσης, διαχύσεως, διάδοσης
  • дотянуть στα ελληνικά - ζωγραφίζω, σέρνω, επισύρω, έλκω, τραβώ, κρατήστε, κρατήστε την, ...
  • жмуриться στα ελληνικά - αναβοσβήνω, λοξοκοιτάζω, μάζεμα, squinting, στραβισμό, το στραβισμό, το μάζεμα
Τυχαίες λέξεις
Подмешивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίγμα, αλλοιώνω, ανακατώνω, νοθεύω, ανακατεύω, αναμιγνύω, νοθευμένος, νοθεύεις, νοθεύουν, νόθευση των