Поднимать στα ελληνικά
Μετάφραση: поднимать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάζω, ανυψώνω, ενοχλώ, ασανσέρ, κουρδίζω, παραβλάπτω, εξογκώνω, βελτιώνω, πηδώ, προσβάλλω, διάλειμμα, χειροτερεύω, αθετώ, αιολική, παραβιάζω, αναστηλώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волшебница στα ελληνικά - νεράιδα, γόησσα, μάγισσα, enchantress, σαγηνεύτρα, μάγισσα την
- гортанный στα ελληνικά - λαρυγγικός, τραχύς, βραχνός, λαρύγγι, βραχνή
- дифференцированный στα ελληνικά - ατομικός, άτομο, διαφοροποιημένη, διαφοροποιημένα, διαφοροποιημένες, διαφοροποιημένο, διαφοροποιημένων
- животрепещущий στα ελληνικά - ζωντανός, συνταρακτικός, μένω, τοπικός, τοπική, τοπικής, επίκαιρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Поднимать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάζω, ανυψώνω, ενοχλώ, ασανσέρ, κουρδίζω, παραβλάπτω, εξογκώνω, βελτιώνω, πηδώ, προσβάλλω, διάλειμμα, χειροτερεύω, αθετώ, αιολική, παραβιάζω, αναστηλώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Μεταφράσεις: σπάζω, ανυψώνω, ενοχλώ, ασανσέρ, κουρδίζω, παραβλάπτω, εξογκώνω, βελτιώνω, πηδώ, προσβάλλω, διάλειμμα, χειροτερεύω, αθετώ, αιολική, παραβιάζω, αναστηλώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση