Подогретый στα ελληνικά
Μετάφραση: подогретый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βίαιος, ζεστός, σφοδρός, θερμός, θερμαίνεται, θερμαινόμενη, θερμαινόμενο, θερμαίνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биметаллизм στα ελληνικά - διμεταλλισμό, το διμεταλλισμό, τον διμεταλλισμό, διμεταλλισμού
- водопровод στα ελληνικά - υδραγωγείο, τρέξιμο, υδραυλικά, Υδραυλικές, υδραυλικών, υδραυλικών εγκαταστάσεων, ειδών υγιεινής
- воздух στα ελληνικά - στοιχείο, αέρας, ατμόσφαιρα, αέρα, του αέρα, αεροπορικών, αέρος
- вшивый στα ελληνικά - άθλιος, κονιδιασμένος, nitty, κυρίως θέμα
Τυχαίες λέξεις
Подогретый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βίαιος, ζεστός, σφοδρός, θερμός, θερμαίνεται, θερμαινόμενη, θερμαινόμενο, θερμαίνονται
Μεταφράσεις: βίαιος, ζεστός, σφοδρός, θερμός, θερμαίνεται, θερμαινόμενη, θερμαινόμενο, θερμαίνονται