Подраздел στα ελληνικά
Μετάφραση: подраздел, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποκατάστημα, μονάδα, κλάδος, κλαδί, υποδιαίρεση, εδαφίου, εδάφιο, υποτμήμα, του εδαφίου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блудить στα ελληνικά - τριγυρίζω, περιφέρομαι, μαυλίζω, περιπλανιέμαι, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, πορνεύω, ...
- выбриваться στα ελληνικά - ξυρίζομαι, ξυρισμένα, ξυρισμένο, ξυρίζεται, ξυρισμένη, ξυριστεί
- дальномерщик στα ελληνικά - αποστασιόμετρο, αναζήτηση εύρους, μετρητή αποστάσεων, μετρητή αποστάσεων με, τηλέμετρο
- долговой στα ελληνικά - κόκκινος, γραμμάτια, γραμματίων, γραμμάτιο, υποσχετικές, γραμμάτια σε
Τυχαίες λέξεις
Подраздел στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποκατάστημα, μονάδα, κλάδος, κλαδί, υποδιαίρεση, εδαφίου, εδάφιο, υποτμήμα, του εδαφίου
Μεταφράσεις: υποκατάστημα, μονάδα, κλάδος, κλαδί, υποδιαίρεση, εδαφίου, εδάφιο, υποτμήμα, του εδαφίου