Покараулить στα ελληνικά
Μετάφραση: покараулить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέπω, παρακολουθώ, ρολόι, φρουρά, να προφυλαχθεί, για τη φύλαξη, να αποφευχθεί, τη φύλαξη, για να αποφευχθεί
Μεταφράσεις
- автономный στα ελληνικά - αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
- аллерген στα ελληνικά - αλλεργιογόνο, αλλεργιογόνου, αλλεργιογόνα, αλλεργιογόνων, το αλλεργιογόνο
- анголец στα ελληνικά - Αγκόλα, Αγκόλας, της Αγκόλας, της Αγκόλα, στην Αγκόλα
- бить στα ελληνικά - χτυπώ, βαρώ, τρέμω, διάλειμμα, κοπανίζω, σφαίρα, τιμωρώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Покараулить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέπω, παρακολουθώ, ρολόι, φρουρά, να προφυλαχθεί, για τη φύλαξη, να αποφευχθεί, τη φύλαξη, για να αποφευχθεί
Μεταφράσεις: βλέπω, παρακολουθώ, ρολόι, φρουρά, να προφυλαχθεί, για τη φύλαξη, να αποφευχθεί, τη φύλαξη, για να αποφευχθεί