Покачнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: покачнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιχμή, ποδοκόπι, πουρμπουάρ, ρεγάλο, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε
Μεταφράσεις
- буксировка στα ελληνικά - ρυμουλκώ, στουπί, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, έλξης, έλκοντος, ρυμουλκού
- глотнуть στα ελληνικά - καταπίνω, χελιδόνι, γουλιά, SIP, πιείτε, ΣΕΠΚ, το SIP
- дважды στα ελληνικά - δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, δις
- доживать στα ελληνικά - μένω, ζωντανός, ζουν, ζει, ζήσουν, ζήσει, ζούμε
Τυχαίες λέξεις
Покачнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιχμή, ποδοκόπι, πουρμπουάρ, ρεγάλο, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε
Μεταφράσεις: αιχμή, ποδοκόπι, πουρμπουάρ, ρεγάλο, κούνημα, τινάξει, ανακινήστε, ταρακουνήσει, ανακινείτε