Поклявшийся στα ελληνικά

Μετάφραση: поклявшийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκισμένος, ορκίζομαι, Ορκίστηκε, ορκίστηκαν
Поклявшийся στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гауптвахта στα ελληνικά - φυλάκιο, φυλάκιο του, φυλακίου, και φυλάκιο
  • гнездоваться στα ελληνικά - φωλιάζω, φωλιά, θαλάμη, φωλιάζουν, φωλιάς, τη φωλιά, φωλιές
  • говорящий στα ελληνικά - μιλώ, ομιλητής, ομιλία, μιλώντας, γραμμές, ομιλίας, μιλάει
  • дрянь στα ελληνικά - κουνάβι, βόρβορος, βρομιά, πατσάς, κοπριά, σκουπίδια, απορριμμάτων, ...
Τυχαίες λέξεις
Поклявшийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκισμένος, ορκίζομαι, Ορκίστηκε, ορκίστηκαν