Полнеть στα ελληνικά
Μετάφραση: полнеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспочвенный στα ελληνικά - λεπτός, φτωχός, αβάσιμος, ανυπόστατος, αβάσιμες, αβάσιμη, αβάσιμοι
- воспрещение στα ελληνικά - αποκλεισμός, απαγόρευση, απαγορεύω, αρνησικυρία, απαγορευμένο, αποκλείω, απαγόρευσης, ...
- выдубить στα ελληνικά - βυρσοδεψώ, καφετί, μαύρισμα, μαυρίζω, vydubit
- завиваться στα ελληνικά - ξεροτηγανίζω, μπούκλα, κατσαρώνω, σγουραίνω, καβουρντίζω, κατσαρώματος, κατσάρωμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Полнеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
Μεταφράσεις: τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή