Полнота στα ελληνικά
Μετάφραση: полнота, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, ακεραιότητα, παχυσαρκία, ποσότητα, πλάτος, εύρος, φωνή, πληρότητα, πληρότητας, την πληρότητα, η πληρότητα, της πληρότητας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акробатический στα ελληνικά - ακροβατικός, ακροβατικά, ακροβατικές, ακροβατικό, ακροβατικού
- богато στα ελληνικά - πολλά, πλούτη, άφθονα, πολλοί, άφθονος, πλουσίως, πλούσια, ...
- врастяжку στα ελληνικά - διαμέρισμα, επίπεδος, σε πλήρες μήκος
- дирижер στα ελληνικά - ηγέτης, ηγεμόνας, μαέστρος, αρχηγός, σκηνοθέτης, ηγήτορας, αγωγός, ...
Τυχαίες λέξεις
Полнота στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, ακεραιότητα, παχυσαρκία, ποσότητα, πλάτος, εύρος, φωνή, πληρότητα, πληρότητας, την πληρότητα, η πληρότητα, της πληρότητας
Μεταφράσεις: όγκος, ακεραιότητα, παχυσαρκία, ποσότητα, πλάτος, εύρος, φωνή, πληρότητα, πληρότητας, την πληρότητα, η πληρότητα, της πληρότητας