Παχυσαρκία στα ρωσικά

Μετάφραση: παχυσαρκία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тучность, толщина, ожирение, полнота, дородность, ожирения, ожирением, тучности
Παχυσαρκία στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παχυσαρκία

παχυσαρκία και άσκηση, παχυσαρκία ppt, παχυσαρκία και ψυχολογία, παχυσαρκία και αδυνάτισμα, παχυσαρκία και εγκυμοσύνη, παχυσαρκία λεξικό γλώσσας ρωσικά, παχυσαρκία στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • παχνιάζομαι στα ρωσικά - иней, матировать, заморозки, мороз, подмораживать, изморозь, рифма, ...
  • παχουλός στα ρωσικά - безоговорочный, упитанный, решительный, полновесный, толстеть, дебелый, влопаться, ...
  • παχύσαρκος στα ρωσικά - толстый, дебелый, корпулентный, жирный, полный, грузный, дородный, ...
  • παύση στα ρωσικά - обор, роздых, передышка, перерыв, отлив, приостанавливаться, замешательство, ...
Τυχαίες λέξεις
Παχυσαρκία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: тучность, толщина, ожирение, полнота, дородность, ожирения, ожирением, тучности