Половинчатый στα ελληνικά

Μετάφραση: половинчатый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμυδρός, διφορούμενος, ασαφής, ακαθόριστος, διάστικτος, γεμάτος στίγματα, στίγματα, με στίγματα, διαστισμένο
Половинчатый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • армада στα ελληνικά - αρμάδα, Armada, στόλος, αρμάδας, Το Armada
  • базироваться στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, να βασίζεται, να βασίζονται, βασίζεται, βασίζονται, ...
  • вспомоществование στα ελληνικά - ωφέλεια, αρωγή, επικουρία, επίδομα, ανακούφιση, βοήθεια, βοηθός, ...
  • геополитика στα ελληνικά - γεωπολιτική, γεωπολιτικής, γεωπολιτικά, τη γεωπολιτική, η γεωπολιτική
Τυχαίες λέξεις
Половинчатый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμυδρός, διφορούμενος, ασαφής, ακαθόριστος, διάστικτος, γεμάτος στίγματα, στίγματα, με στίγματα, διαστισμένο