Половой στα ελληνικά
Μετάφραση: половой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραπεζοκόμος, φύλο, σεξ, έρωτας, γεννητικός, σεξουαλικός, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, της σεξουαλικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесплодно στα ελληνικά - μάταια, fruitlessly, άπρακτη
- бестолковый στα ελληνικά - λωλός, γελοίος, βραδύς, θυμωμένος, τρελός, πολυδάπανος, άμυαλος, ...
- впитать στα ελληνικά - απορροφώ, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
- гордо στα ελληνικά - υπερήφανα, με καμάρι, περήφανα, υπερηφάνεια, με υπερηφάνεια
Τυχαίες λέξεις
Половой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραπεζοκόμος, φύλο, σεξ, έρωτας, γεννητικός, σεξουαλικός, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, της σεξουαλικής
Μεταφράσεις: τραπεζοκόμος, φύλο, σεξ, έρωτας, γεννητικός, σεξουαλικός, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, της σεξουαλικής