Γεννητικός στα ρωσικά

Μετάφραση: γεννητικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
детородный, половой, порождающий, генеративной, генеративных, генеративный, генеративные
Γεννητικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεννητικός

γεννητικός έρπης συμπτώματα, γεννητικός έρπης φωτογραφιες, γεννητικός κύκλος, γεννητικός έρπης θεραπεία, γεννητικός ερπης, γεννητικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, γεννητικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • γενναιόδωρος στα ρωσικά - благородный, большой, интенсивный, щедрый, изрядный, добрый, тороватый, ...
  • γενναιότητα στα ρωσικά - мужество, дерзание, храбрость, бодрость, отважность, отвага, смелость, ...
  • γεννοβολώ στα ρωσικά - разводить, потомство, вызывать, закваска, вырастить, сращивать, икра, ...
  • γεννώ στα ρωσικά - держаться, потомство, подпирать, зародить, икра, перенести, свидетельствовать, ...
Τυχαίες λέξεις
Γεννητικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: детородный, половой, порождающий, генеративной, генеративных, генеративный, генеративные