Полость στα ελληνικά
Μετάφραση: полость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοίλος, υπόκωφος, βαθουλωμένος, ποδιά, κούφιος, χαλί, τρύπα, σπηλιά, τσέπη, κοιλότητα, άντρο, τσάντα, κοιλότητας, κοιλότητος, κοιλότητα του, κοίλωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- доллар στα ελληνικά - χαστούκι, δολάριο, καρπαζιά, χαστουκίζω, καρύδα, USD, δολάρια, ...
- дюжина στα ελληνικά - δωδεκάδα, ντουζίνα, δώδεκα, δεκάδες, δωδεκάδες
- женева στα ελληνικά - Γενεύη, Γενεύης, της Γενεύης, Geneva
- забрасывать στα ελληνικά - εξακοντίζω, καλύπτω, συντρίβω, επιδαψιλεύω, ρίχνω, ντους, πετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Полость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοίλος, υπόκωφος, βαθουλωμένος, ποδιά, κούφιος, χαλί, τρύπα, σπηλιά, τσέπη, κοιλότητα, άντρο, τσάντα, κοιλότητας, κοιλότητος, κοιλότητα του, κοίλωμα
Μεταφράσεις: κοίλος, υπόκωφος, βαθουλωμένος, ποδιά, κούφιος, χαλί, τρύπα, σπηλιά, τσέπη, κοιλότητα, άντρο, τσάντα, κοιλότητας, κοιλότητος, κοιλότητα του, κοίλωμα