Помещать στα ελληνικά
Μετάφραση: помещать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιοδοτούμαι, βάζω, βυθίζω, καταλύω, παραχωρώ, παρέχω, διορίζομαι, βυθίζομαι, εγκαθιδρύω, τοποθετώ, σφηνώνω, επενδύω, μέρος, εισάγω, εγκαθιστώ, ναυαγώ, θέση, τόπος, τόπο, χώρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиалайнер στα ελληνικά - αεροπλάνο γραμμής, αεροπλάνο, αεροσκάφος, αεροσκάφους, επιβατηγό αεροσκάφος
- близко στα ελληνικά - παραλίγο, κολλητός, αποπνιχτικός, σχεδόν, πνιγηρός, κοντά, στενή, ...
- буксировка στα ελληνικά - ρυμουλκώ, στουπί, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, έλξης, έλκοντος, ρυμουλκού
- вязаться στα ελληνικά - διανύω, καταμετρώ, είμαι, βρίσκομαι, συμφωνώ, ταιριάζει, ταιριάζει σε, ...
Τυχαίες λέξεις
Помещать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτούμαι, βάζω, βυθίζω, καταλύω, παραχωρώ, παρέχω, διορίζομαι, βυθίζομαι, εγκαθιδρύω, τοποθετώ, σφηνώνω, επενδύω, μέρος, εισάγω, εγκαθιστώ, ναυαγώ, θέση, τόπος, τόπο, χώρα
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτούμαι, βάζω, βυθίζω, καταλύω, παραχωρώ, παρέχω, διορίζομαι, βυθίζομαι, εγκαθιδρύω, τοποθετώ, σφηνώνω, επενδύω, μέρος, εισάγω, εγκαθιστώ, ναυαγώ, θέση, τόπος, τόπο, χώρα