Понижаться στα ελληνικά
Μετάφραση: понижаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλίνω, γκρεμίζομαι, πέφτω, ξεπεσμός, υποχωρώ, πηγαίνω, βυθίζομαι, ναυαγώ, γλιστρώ, κρεμάω, προέρχομαι, παραδρομή, μαρασμός, ολίσθημα, βουλιάζω, χαμηλώνω, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездомный στα ελληνικά - άστεγος, άστεγοι, άστεγους, αστέγων, αστέγους
- беспроигрышный στα ελληνικά - ασφαλής, σίγουρος, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
- близкие στα ελληνικά - οικειότητα, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
- ежедневный στα ελληνικά - καθημερινός, ασήμαντος, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
Τυχαίες λέξεις
Понижаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλίνω, γκρεμίζομαι, πέφτω, ξεπεσμός, υποχωρώ, πηγαίνω, βυθίζομαι, ναυαγώ, γλιστρώ, κρεμάω, προέρχομαι, παραδρομή, μαρασμός, ολίσθημα, βουλιάζω, χαμηλώνω, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε
Μεταφράσεις: κλίνω, γκρεμίζομαι, πέφτω, ξεπεσμός, υποχωρώ, πηγαίνω, βυθίζομαι, ναυαγώ, γλιστρώ, κρεμάω, προέρχομαι, παραδρομή, μαρασμός, ολίσθημα, βουλιάζω, χαμηλώνω, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε