Понижение στα ελληνικά
Μετάφραση: понижение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλίνω, μαρασμός, ελάττωση, καταγωγή, πέφτω, εκπίπτω, γλιστρώ, τσουλήθρα, πτώση, ξεπεσμός, μείωση, περιστολή, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акцентировать στα ελληνικά - στίζω, τονίζω, στρες, άγχος, τόνος, προφορά, έμφαση, ...
- двоякий στα ελληνικά - σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, ...
- дезинфицировать στα ελληνικά - απολυμαίνω, εκκαθαρίζω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται
- дядька στα ελληνικά - θείος, θείο, ο θείος, θείου, το θείο
Τυχαίες λέξεις
Понижение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλίνω, μαρασμός, ελάττωση, καταγωγή, πέφτω, εκπίπτω, γλιστρώ, τσουλήθρα, πτώση, ξεπεσμός, μείωση, περιστολή, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
Μεταφράσεις: κλίνω, μαρασμός, ελάττωση, καταγωγή, πέφτω, εκπίπτω, γλιστρώ, τσουλήθρα, πτώση, ξεπεσμός, μείωση, περιστολή, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της