Поплавать στα ελληνικά
Μετάφραση: поплавать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχε, έχω, κολυμπώ, έχουν μια βουτιά, να κολυμπήσουν, να έχουν μια βουτιά, μια βουτιά, να κολυμπήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брас στα ελληνικά - στήριγμα, τιράντες, κηδεμόνα, στηρίγματος, με τιράντες
- выздоровевший στα ελληνικά - ανακτηθεί, ανάκτηση, ανακτώνται, ανακτάται, ανακτηθούν
- горизонт στα ελληνικά - ορίζοντας, ορίζοντα, χρονικού ορίζοντα, χρονικό ορίζοντα
- дятел στα ελληνικά - δρυοκολάπτης, δρυοκολαπτών, δρυοκολάπτη, woodpecker, δρυοκολάπτης με
Τυχαίες λέξεις
Поплавать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχε, έχω, κολυμπώ, έχουν μια βουτιά, να κολυμπήσουν, να έχουν μια βουτιά, μια βουτιά, να κολυμπήσετε
Μεταφράσεις: έχε, έχω, κολυμπώ, έχουν μια βουτιά, να κολυμπήσουν, να έχουν μια βουτιά, μια βουτιά, να κολυμπήσετε