Поранить στα ελληνικά
Μετάφραση: поранить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραύμα, πονώ, πληγώνω, τραυματισμός, σκίζω, δάκρυ, τραυματίζω, σχίζω, λαβώνω, χτυπώ, πληγή, τραύματος, πληγής, του τραύματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альбатрос στα ελληνικά - αλμπατρός, άλμπατρος, Albatross, το Albatross, τα άλμπατρος
- взломать στα ελληνικά - βία, δύναμη, διάλλειμα, εξαναγκάζω, σπάζω, αντεπίθεση, διάλειμμα, ...
- вполне στα ελληνικά - τελείως, όλα, πλήρως, σωματικά, πλούσια, απόλυτος, δεόντως, ...
- демографический στα ελληνικά - δημογραφικός, δημογραφικές, δημογραφική, δημογραφικών, τις δημογραφικές
Τυχαίες λέξεις
Поранить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραύμα, πονώ, πληγώνω, τραυματισμός, σκίζω, δάκρυ, τραυματίζω, σχίζω, λαβώνω, χτυπώ, πληγή, τραύματος, πληγής, του τραύματος
Μεταφράσεις: τραύμα, πονώ, πληγώνω, τραυματισμός, σκίζω, δάκρυ, τραυματίζω, σχίζω, λαβώνω, χτυπώ, πληγή, τραύματος, πληγής, του τραύματος