Порочить στα ελληνικά

Μετάφραση: порочить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέμψη, κακολογώ, μαγαρίζω, ψέγω, δυσμένεια, αμφισβητώ, εξευτελίζω, αμαυρώνω, ψεγάδι, στίγμα, κατακρίνω, ρυπαίνω, σπιλώσουν, κηλιδώνω, βεβηλώνω, λερώνω
Порочить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вероника στα ελληνικά - βερενίκη, Veronica, της Veronica, η Veronica, τη Veronica
  • визировать στα ελληνικά - βίζα, θέαμα, όραση, όψεως, θέα, όρασης
  • городок στα ελληνικά - πόλη, τοποθετώ, τόπος, μέρος, πόλης, Town, της πόλης, ...
  • диета στα ελληνικά - διαιτολόγιο, διατροφή, δίαιτα, διατροφής, δίαιτας, τη διατροφή
Τυχαίες λέξεις
Порочить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέμψη, κακολογώ, μαγαρίζω, ψέγω, δυσμένεια, αμφισβητώ, εξευτελίζω, αμαυρώνω, ψεγάδι, στίγμα, κατακρίνω, ρυπαίνω, σπιλώσουν, κηλιδώνω, βεβηλώνω, λερώνω