Поспешить στα ελληνικά
Μετάφραση: поспешить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιάζομαι, κλονισμός, τράνταγμα, κόπανος, σπεύδω, βιασύνη, βιάζεται, βιαστούμε, βιαστείτε, βιαστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благодатный στα ελληνικά - ωφέλιμος, επωφελής, άφθονος, ευεργετικός, ευεργετική, ευεργετικές, ευεργετικά
- ванная στα ελληνικά - μπανιέρα, σαπιοκάραβο, μπάνιο, λουτρό, τουαλέτα, μπάνιου
- всунуть στα ελληνικά - τοποθετώ, βάζω, παρεισάγω, πασάρω, πασάρουν, φορτώσει, πασάρουν οι
- гиена στα ελληνικά - ύαινα, ύαινας, hyena, ύαινες, της ύαινας
Τυχαίες λέξεις
Поспешить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιάζομαι, κλονισμός, τράνταγμα, κόπανος, σπεύδω, βιασύνη, βιάζεται, βιαστούμε, βιαστείτε, βιαστεί
Μεταφράσεις: βιάζομαι, κλονισμός, τράνταγμα, κόπανος, σπεύδω, βιασύνη, βιάζεται, βιαστούμε, βιαστείτε, βιαστεί