Посредничество στα ελληνικά
Μετάφραση: посредничество, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρακτορείο, μεσολάβηση, μεσάζων, μεσιτεία, διαπλοκή, υπηρεσία, μεσίτης, διαμεσολάβησης, διαμεσολάβηση, μεσολάβησης, τη διαμεσολάβηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вальцовщик στα ελληνικά - μπικουτί, κύλινδρος, κυλίνδρου, κύλινδρο, ρολό, κυλίνδρων
- встряхиваться στα ελληνικά - κουνώ, σαλεύω, ταρακουνήσει, τινάξει, κούνημα, ανακινείται, ανακινήστε
- датировать στα ελληνικά - ημερομηνία, χουρμάς, ημερομηνίας, την ημερομηνία, σήμερα, ημερομηνία που
- дивиденд στα ελληνικά - μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική
Τυχαίες λέξεις
Посредничество στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρακτορείο, μεσολάβηση, μεσάζων, μεσιτεία, διαπλοκή, υπηρεσία, μεσίτης, διαμεσολάβησης, διαμεσολάβηση, μεσολάβησης, τη διαμεσολάβηση
Μεταφράσεις: πρακτορείο, μεσολάβηση, μεσάζων, μεσιτεία, διαπλοκή, υπηρεσία, μεσίτης, διαμεσολάβησης, διαμεσολάβηση, μεσολάβησης, τη διαμεσολάβηση