Постановить στα ελληνικά
Μετάφραση: постановить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέσπισμα, αποφασίζω, θεσπίζω, διάταγμα, Αποφασίστε, αποφασίσει, να αποφασίσει, αποφασίσουν, αποφασίσετε
Μεταφράσεις
- бондарь στα ελληνικά - βαρελάς, βαγενάς, βαρελοποιός, Cooper, χαλκό, Κούπερ
- военизация στα ελληνικά - στρατιωτικοποίηση, στρατιωτικοποίησης, στρατικοποίηση, στρατικοποίησης, τη στρατιωτικοποίηση
- воинственность στα ελληνικά - μαχητικότητα, μαχητικότητας, Η αγωνιστικότητα, Η αγωνιστικότητα της, αγωνιστικότητα της
- договоренный στα ελληνικά - συμβατικός, η συμφωνηθείσα, το συμφωνηθέν, η συμφωνημένη, το συμφωνημένο, του συμφωνηθέντος
Τυχαίες λέξεις
Постановить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέσπισμα, αποφασίζω, θεσπίζω, διάταγμα, Αποφασίστε, αποφασίσει, να αποφασίσει, αποφασίσουν, αποφασίσετε
Μεταφράσεις: θέσπισμα, αποφασίζω, θεσπίζω, διάταγμα, Αποφασίστε, αποφασίσει, να αποφασίσει, αποφασίσουν, αποφασίσετε