Постоянная στα ελληνικά

Μετάφραση: постоянная, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Постоянная στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безлюдный στα ελληνικά - ακατοίκητος, μόνος, έρημη, ερημική, εγκαταλελειμμένο, ερημικές, ερειπωμένο
  • буйный στα ελληνικά - απερίσκεπτος, άγριος, παράφορος, άφθονος, βαθμός, ενθουσιώδης, ορμητικός, ...
  • вихор στα ελληνικά - cowlick
  • декодер στα ελληνικά - αποκωδικοποιητή, αποκωδικοποιητής, αποκωδικοποίησης, του αποκωδικοποιητή, τον αποκωδικοποιητή
Τυχαίες λέξεις
Постоянная στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά