Постоянный στα ελληνικά
Μετάφραση: постоянный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκληρός, τοποθετώ, χρόνιος, συνεχής, μόνιμος, στάβλος, επίμονος, σταθερός, αιώνιος, αδιάκοπος, διαρκής, διαρκείας, στολή, ενδελεχής, ωριαίος, καθορισμένος, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амурный στα ελληνικά - ερωτικός, ερωτευμένος, ερωτικές, ερωτική, ερωτικό
- вожак στα ελληνικά - αρχηγός, ξεναγός, ξεναγώ, οδηγός, καθοδηγώ, ηγέτης, πετεινός, ...
- вульгарно στα ελληνικά - χυδαία
- готовность στα ελληνικά - κουρεύω, κλαδεύω, ψαλιδίζω, κομψός, ετοιμότητα, ετοιμότητας, προθυμία, ...
Τυχαίες λέξεις
Постоянный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκληρός, τοποθετώ, χρόνιος, συνεχής, μόνιμος, στάβλος, επίμονος, σταθερός, αιώνιος, αδιάκοπος, διαρκής, διαρκείας, στολή, ενδελεχής, ωριαίος, καθορισμένος, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο
Μεταφράσεις: σκληρός, τοποθετώ, χρόνιος, συνεχής, μόνιμος, στάβλος, επίμονος, σταθερός, αιώνιος, αδιάκοπος, διαρκής, διαρκείας, στολή, ενδελεχής, ωριαίος, καθορισμένος, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο